επανασυνδέω

επανασυνδέω
επανασύνδεσα και επανασυνέδεσα, επανασυνδέθηκα, επανασυνδεμένος, μτβ., κυριολ. και μτφ., δύο ή περισσότερα πράγματα ή πρόσωπα που αποχωρίστηκαν μεταξύ τους τα συνδέω πάλι, ανασυνδέω, ξαναδένω. Επανασύνδεσαν τις σχέσεις τους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επανασυνδέω — επανασυνδέω, επανασύνδεσα βλ. πίν. 5 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • επανασυνδέω — ενώνω ξανά, ξαναδένω, ξανασυνδέω πρόσωπα ή πράγματα ή καταστάσεις που είχαν διαλυθεί ή αποχωριστεί …   Dictionary of Greek

  • επανα- — ἐπανα και ἐπαν (AM) μσν. νεοελλ. Α συνθετικό λέξεων που σημαίνουν: α) επανάληψη τής έννοιας τού Β συνθετικού («επαναλαμβάνω, επαναλέγω» κ.λπ.) β) για δεύτερη φορά, ξανά, πίσω («επανέρχομαι, επανακάμπτω» κ.λπ.) γ) επάνω («επανασύρω», σύρω επάνω… …   Dictionary of Greek

  • επανασύνδεση — Η διαδικασία κατά την οποία θετικά ιόντα συναντούν ηλεκτρόνια και ενώνονται μαζί τους για τον σχηματισμό ουδέτερων ατόμων ή μορίων (δηλαδή, διαδικασία αντίθετη προς τον ιονισμό). Η σύλληψη ενός ηλεκτρονίου από ένα βαρύ ιόν είναι πολύ δύσκολη… …   Dictionary of Greek

  • συμφιλιώνω — συμφιλιῶ, όω, ΝΜ επανασυνδέω φιλία που είχε διακοπεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + φιλιῶ / ώνω «κάνω κάποιον φίλο, συνάπτω φιλία» (< φιλία)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”